Οδυσσεύς

Οδυσσεύς
και Οδυσσέας, ο (Α Ὀδυσσεύς, -έως και ιων. τ. γεν. -ῆος, και Οὐλιξεύς και Οὐλίξης και Ὀλυσεύς και Ὀλυσσεύς και Ὀλυτεύς και Ὀλυττεύς και Ὀλισεύς και Ὀλυσσεύς και, επικ. τ., Ὀδυσεύς, -εῡς)
μυθικός βασιλιάς τής Ιθάκης, κεντρικός ήρωας της Οδύσσειας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η μεγάλη ποικιλία τών μορφών τής λ. οδηγεί στην υπόθεση ότι πρόκειται για δάνεια λ. ανατολικής ή μεσογειακής προέλευσης. Οι αρχαιότεροι τ. τής λ. είναι αυτοί με -λ- (πρβλ. λατ. Ulixes), ενώ ο τ. Ὀδυσσεύς μαρτυρείται στην αρχ. εποχή μόνο σε λογοτεχνικά κείμενα. Η εναλλαγή τών -λ- και -δ- (βλ. και λ. λαβύρινθος) μπορεί να εξηγηθεί εάν υποτεθεί ότι το -λ- στη Μυκηναϊκή έλαβε προφορά παρόμοια με αυτήν τού -δ- / d /. Η λ. είχε παλαιότερα συνδεθεί παρετυμολογικά με το ρ. ὀδύσσομαι «μισώ», άποψη που στηριζόταν σε χωρίο τής Οδύσσειας, όπου ο Οδυσσέας χαρακτηριζόταν ως παιδί τού μίσους. Κατ' άλλους, ο Οδυσσεύς, ως ανατολικός ήρωας, συνδέεται πιθ. με λυδικό Λίξης. Τέλος, δεν φαίνεται πιθ. η σύνδεση του με το όν. τού Αυτολύκου, τού παππού τού Οδυσσέως από τη μητέρα του].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Ὀδυσσεῦς — Ὀδυσσεύς Odysseus masc gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὀδυσσεύς — Odysseus masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σταυριανίδης, Οδυσσεύς — Οπλαρχηγός από την Κρήτη (1825 1896). Σπούδασε ιατρική στην Αθήνα. Εγκαταστάθηκε έπειτα στο χωριό Επισκοπή της Ρεθύμνης και υπήρξε ένας από τους υποκινητές της επανάστασης του 1866 1869 και του 1878. Εκλέχτηκε οπλαρχηγός της επαρχίας του και… …   Dictionary of Greek

  • Ὀδυσσεῖς — Ὀδυσσεύς Odysseus masc acc pl Ὀδυσσεύς Odysseus masc nom/voc pl (parad form) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὀδυσσῆ — Ὀδυσσεύς Odysseus masc nom/voc/acc dual Ὀδυσσεύς Odysseus masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὀδυσῆ — Ὀδυσσεύς Odysseus masc nom/voc/acc dual (epic) Ὀδυσσεύς Odysseus masc acc sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὀδυσεῖ — Ὀδυσσεύς Odysseus masc dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὀδυσεῦ — Ὀδυσσεύς Odysseus masc voc sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὀδυσεῦς — Ὀδυσσεύς Odysseus masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὀδυσεύς — Ὀδυσσεύς Odysseus masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”